στιχούργημα

στιχούργημα
το, ΝΑ
έργο γραμμένο σε στίχους, ποίημα
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) πρόχειρη έμμετρη σύνθεση, μέτριο ή άτεχνο ποίημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στιχουργός μέσω αμάρτυρου αρχ. *στιχουργῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στιχούργημα — το 1. ποίημα. 2. μέτριο ποίημα: Τα πρώτα στιχουργήματά του δεν εκδόθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία …   Dictionary of Greek

  • στιχουργήμασι — στιχούργημα versification neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βεστιάρης, Σταυριανός — (17ος αι.). Ποιητής και λόγιος από τη Βόρεια Ήπειρο. Έγραψε το στιχούργημα Διήγησις Μιχαήλ Βοϊβόνδα, σε 1.312 δεκαπεντασύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους. Το στιχούργημα αυτό αναφέρεται στη δράση του βοεβόδα της Βλαχίας Μιχαήλ, του γνωστού και… …   Dictionary of Greek

  • αραβούργημα — Ανεικονική διακοσμητική σύνθεση, χαρακτηριστική της αραβικής τέχνης. Α. υψηλής τέχνης βρίσκονται συγκεντρωμένα στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου. Δείγματα α. υπάρχουν και στο αθηναϊκό μουσείο Μπενάκη. Βλ. λ. ισλαμισμός (τέχνη). * * * το 1. ζωγραφικό …   Dictionary of Greek

  • κατάλεγμα — κατάλεγμα, τὸ (AM) [καταλέγω (II)] μσν. στιχούργημα με ερωτικό περιεχόμενο αρχ. θρήνος, μοιρολόι …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • καταλογίτσιν — καταλογίτσιν, τὸ (Μ) σύντομο παραπονετικό στιχούργημα με ερωτικό περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλόγι + υποκορ. κατάλ. ίτσιν, πρβλ. κρομμυδ ίτσιν] …   Dictionary of Greek

  • καταλόγι — το (Μ καταλόγιον) [καταλέγω] (και στον πληθ.) τα καταλόγια αινίγματα, παροιμίες νεοελλ. μσν. 1. δημοτικό ερωτικό τραγούδι 2. έμμετρη αφήγηση, στιχούργημα 3. μοιρολόγι 4. προφητεία …   Dictionary of Greek

  • ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”